- υἷες
- υἱόςhuihusmasc nom/voc pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Chimaera — CHIMAERA, æ, Gr. Χίμαιρα, ας, (⇒ Tab. V.) 1 §. Namen. Diesen leiten einige von χεῖμα, der Winter, her, und wollen also, daß er so viel, als eine im Winter gefallene Ziege, heiße, Pasor Ind. in Hesiod. Χίμαιρα. welches aber ziemlich hart und bey… … Gründliches mythologisches Lexikon
ASCALAPHUS et JALMENUS fratres — ASCALAPHUS, et JALMENUS fratres Martis filii ex Astyocha. Homer. Il. β. v. 511. Οἱ δ᾿ Α ςπλήδονα ναῖον, ἰδ᾿ Ο᾿ρχόμενον Μινύειον, Τῶν ἦρχ᾿ Α᾿ςκάλαφος, καὶ Ι᾿άλμενος, υἵες Α῎ρηος Οὕς τέκεν Α᾿ςτυόχη … Hofmann J. Lexicon universale
επιάχω — ἐπιάχω (Α) 1. επευφημώ («ὧς ἔφαθ , οἱ δ ἄρα πάντες ἐπίαχον υἶες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. κραυγάζω, φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάχω «φωνάζω»] … Dictionary of Greek
ιππόθεν — ἱππόθεν (Α) επίρρ. (κυρίως για τους Έλληνες ήρωες που κατέβαιναν από τον Δούρειο ίππο) από τον ίππο («υἷες Ἀχαιῶν ἱππόθεν ἐκχύμενοι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + θεν*, επιρρηματική κατάλ. δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] … Dictionary of Greek
υψίπυλος — ον, Α (στον Όμ.) (ως επίθετο τής Τροίας και τής Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ. β. «Θήβην ὑψίπυλον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πυλος (< πύλη), πρβλ. τηλέ πυλος] … Dictionary of Greek